- διορθωτικοῦ
- διορθωτικόςcorrectivemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
μπλάνκο — το εμπορική ονομασία διορθωτικού υγρού … Dictionary of Greek
Σμιντ, Μπέρναρντ Βάλντεμαρ — (Schmidt), Eσθονός γεωφυσικός, αστρονόμος και οπτικός (Νάισσααρ 1879 Μπέργεντορφ 1935). Εργάστηκε ως αστρονόμος στο αστεροσκοπείο του Αμβούργου. Εφευρέτης ειδικού τύπου φακού, επινόησε και οπτικό σύστημα, που εφαρμόστηκε στα τηλεσκόπια, με το… … Dictionary of Greek